κεκτημένος

κεκτημένος
κτάομαι
procure for oneself
perf part mp masc nom sg
κτέομαι
procure for oneself
perf part mp masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • FERA — ab Aeolico φὴρ, pro θὴρ, per excellentiam leo est, apud Sctiptores Arabes, Graeeosqueve, uti docet Sam. Bochart. Hierozoici Parte priore l. 3. c. 1. At apud Septentrionales, Fera, item Fera Regalis, ut in LL. Forestarium Canuti Regis, vulgo… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • έγκληρος — ἔγκληρος, ον (Α) 1. αυτός που έχει κλήρο, μερίδιο σε κάτι, μέτοχος 2. κληρονόμος («ἔγκληρον ὡς δὴ σὴν κασιγνήτην γαμῶν», Ευρ. Ιφ. εν Ταύρ.) 3. πλούσιος 4. αυτός που βρίσκεται στην κυριότητα κάποιου από κληρονομιά («ἔγκληρα πεδία τἀμὰ γῆς… …   Dictionary of Greek

  • επαρκής — ές (Α ἐπαρκής, ές) 1. αυτός που ικανοποιεί πλήρως μια ανάγκη, αρκετός («οὐσίαν... ταῑς δαπάναις ἐπαρκῆ κεκτημένος», Πλούτ.) 2. επίρρ. επαρκώς αρκετά, ικανοποιητικά αρχ. 1. βοηθητικός, χρήσιμος 2. (για φάρμακο) δραστικός, αποτελεσματικός. [ΕΤΥΜΟΛ …   Dictionary of Greek

  • ευήδονος — εὐήδονος, ον (ΑΜ) αυτός που προκαλεί ευχαρίστηση, χαριτωμένος («κήπους ὡραίους καὶ εὐηδόνους κεκτήμενος»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ήδονος < ηδονή] …   Dictionary of Greek

  • κτώμαι — άομαι (AM κτῶμαι, άομαι, Α ιων. τ. κτέομαι) 1. (ως μέσ.) παίρνω κάτι στην κατοχή μου, πορίζομαι, γίνομαι κύριος, αποκτώ (α. «κτήσεται δ ἄνευ δορὸς αὐτόν τε καὶ γῆν», Αισχύλ. β. «πολλάκις δοκεῑ τὸ φυλάξαι τ άγαθά τοῡ κτήσασθαι χαλεπώτερον εἶναι»,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”